- στουπόχαρτο
- στουπόχαρτο, το και στυπόχαρτο, τοαπορροφητικό χαρτί: Πάτησε τα γράμματα με στυπόχαρτο, για να στεγνώσει το μελάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στουπόχαρτο — το, Ν βλ. στυπόχαρτο … Dictionary of Greek
στυπόχαρτο — και στουπόχαρτο, το, Ν απορροφητικό χαρτί κατάλληλο για την απορρόφηση τής μελάνης νωπών χειρογράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπ(π) είο / στουπί + χαρτί. Ο τ. στυπόχαρτον μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
στουπωτήρι — το στουπόχαρτο, ταμπόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στυπόχαρτο — το βλ. στουπόχαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)